- συσσημαινω
- συσσημαίνωσυσ-σημαίνω1) одновременно обозначать, вместе с тем подразумевать
(τι Sext.)
2) med. совместно скреплять подписью, сообща подписывать(τὰ γράμματα Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι Sext.)
(τὰ γράμματα Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συσσημαίνω — Α 1. σημαίνω κάτι παραλλήλως με κάτι άλλο 2. βγάζω μία σημασία από τα συμφραζόμενα 3. μεσ. συσσημαίνομαι σφραγίζω ή υπογράφω μαζί με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
συσσημαντικός — ή, όν, Α [συσσημαίνω] αυτός που δηλώνει κάτι επί πλέον … Dictionary of Greek